φορέας

φορέας
ο / φορεύς, -έως, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. -ῆος Α
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει, έχει ή μεταδίδει κάτι (α. «φορέας επαναστατικών ιδεών» β. «φορέας μικροβίων»)
2. τεχνολ. κατασκευή, συσκευή ή μηχανισμός που φέρει ωφέλιμο φορτίο ή αναδέχεται δυνάμεις, όπως είναι λ.χ. οι δοκοί («φορέας γέφυρας»)
3. καθένα από τα δύο τμήματα τών ούλων τής κάτω σιαγόνας τών αλόγων που δεν έχουν δόντια και στα οποία τοποθετείται η στομίδα τού χαλινού
4. βιολ. παράγοντας ή μέσο που μεταφέρει και μπορεί να μεταδώσει ένα παθογόνο, όπως είναι λ.χ. ο άνεμος, οι σταγόνες τής βροχής, τα μολυσμένα εργαλεία ή τα ζώα, ιδίως τα διάφορα έντομα
5. μτφ. οργανισμός, οργάνωση, όργανο για την υλοποίηση στόχων, για καταρτισμό και εφαρμογή προγραμμάτων (α. «κοινωνικός φορέας» β. «φορέας πολιτιστικών εκδηλώσεων» γ. «φορέας δημοσίων σχέσεων»)
6. φρ. α) «φορέας διανύσματος»
μαθημ. η ευθεία πάνω στην οποία βρίσκεται το διάνυσμα
β) «φορέας ηλεκτρικού φορτίου»
φυσ. κάθε σώμα που έχει ηλεκτρικό φορτίο και τού οποίου η κίνηση έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ηλεκτρικού ρεύματος, όπως είναι λ.χ. τα ελεύθερα ηλεκτρόνια στα μέταλλα, τα θετικά ή αρνητικά ιόντα στα αέρια και τα υγρά και τα ελεύθερα ηλεκτρόνια και οι οπές στους ημιαγωγούς
γ) «φορέας καταλύτη»
χημ. άλλη ονομασία για το υπόστρωμα τού καταλύτη
αρχ.
1. (για πρόσ. και ζώο) αυτός που κουβαλά ή μεταφέρει κάτι
2. (για πρόσ.) αυτός που βαστάζει φορείο, που μεταφέρει κάποιον με φορείο
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ φορεῖς
«οἱ τὴν μεταλλικὴν ὕλην ἐκκομίζοντες παῖδες καὶ οἱ τῶν ἀσπίδων ἱμάντες καὶ οἱ φέροντες»
4. φρ. «ἵππος φορεύς» — άλογο για μεταφορά φορτίων (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω* + κατάλ. -εύς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που μεταφέρει κάτι, που μεταδίνει κάτι: Φορέας μικροβίων. 2. κατασκευή που διευκολύνει την υποδοχή και μεταφορά φορτίων (σιδηροδρομικές ράγες, επίπεδα με κλίση κτλ.). 3. καθένα από τα τμήματα των ούλων που βρίσκονται από τη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”